Νοητική Καθυστέρηση

Η νοητική καθυστέρηση συνδέεται με ελλειμματική ωρίμανση, μάθηση και κακή κοινωνική προσαρμογή. Τα άτομα εμφανίζουν διανοητική επίδοση κάτω του μέσου όρου, έχουν σημαντικά γνωστικά ελλείμματα, δυσκολίες κατανόησης, διάκρισης και γενίκευσης, φτωχή κριτική και θεωρητική σκέψη. Εκτός από το χαμηλό μέσο όρο δυναμικού, συνυπάρχουν ελλείμματα ή έκπτωση στη λειτουργικότητα και προσαρμοστική συμπεριφορά σε τουλάχιστον δύο ακόμα τομείς όπως επικοινωνία, φροντίδα εαυτού και αυτοεξυπηρέτηση, αυτονομία, διαβίωση στο σπίτι, υγεία και ασφάλεια, κοινωνικές/διαπροσωπικές δεξιότητες, σχολικές δεξιότητες, εργασία, ασχολίες ελεύθερου χρόνου. Παράλληλα παρουσιάζουν περιορισμένη ή εγωκεντρική σκέψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Η καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, λοιμώξεις, κακώσεις κλπ., ενώ στην πιο ήπια μορφή μπορεί να σχετίζεται και με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες όπως χρόνια έλλειψη διανοητικών ερεθισμάτων, αλλά δεν είναι πάντα γνωστή. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και δεν εμπίπτει σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπεριφορών ή συμπτωμάτων. Η ταξινόμηση γίνεται βάση του νοητικού πηλίκου I.Q. (χρήση ανάλογων διαγνωστικών δοκιμασιών) και κυμαίνεται από ήπιας (50/55-70), μέτριας (35/40-50/55), βαριάς (20/25-34/40) και βαρύτατης μορφής (κάτω από 20/25). Περίπου 85% των περιπτώσεων είναι ήπιας μορφής  θεωρούνται εκπαιδεύσιμοι και μπορούν να τελειώσουν το δημοτικό. Υπάρχουν ειδικά σχολεία και τάξεις που παρέχουν ανάλογη των αναγκών φροντίδα, εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση.       

Ενδέχεται να συνυπάρχει με διαταραχές λόγου, ελλειμματική προσοχή / υπερκινητικότητα ή διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές.